ἀγαπητούς

ἀγαπητούς
ἀγαπητός
that wherewith one must be content
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀγαπητούς — Ἀγαπητός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Νεκράσοφ, Νικολάι Αλεξέγιεβιτς — (Nikolay Alekseyevich Nekrasov, Νεμιρόφ, Ποδολία 1821 – Αγία Πετρούπολη 1878). Ρώσος ποιητής. Εγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία για τη λογοτεχνία και παραιτήθηκε έτσι κι από την οικογενειακή βοήθεια (αναγκάστηκε να ασκήσει τα πιο ποικίλα… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσελ, Χένρι — (Purcell, Λονδίνο 1659 – 1695). Άγγλος συνθέτης. Αφού τελειοποιήθηκε στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο, διορίστηκε (1679) οργανίστας στο αβαείο του Ουεστμίνστερ και αργότερα (1682) συνθέτης του βασιλιά. Από τους μεγαλύτερους και τους πιο αγαπητούς… …   Dictionary of Greek

  • Τριαντάφυλλος, Κλεάνθης — (Σίφνος 1850 – Αθήνα 1889). Έλληνας δημοσιογράφος και σατιρικός ποιητής. Νέος πήγε στην Πόλη, όπου εργάστηκε στον τοπικό Νεολόγο. Για να αποφύγει τις τουρκικές αντιδράσεις, που προκλήθηκαν από τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, ήρθε το 1878,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”